Περιγραφή
«Οδηγώντας αργά ανάμεσα στο ματωμένο φως των αμέτρητων εστιών και της μαύρης αχλής των καπνών, ο Νικηφόρος πρόσεξε ότι δεκάδες σκιές τριγυρνούσαν πένθιμα και σιωπηλά ανάμεσα στις τέφρες σαν να αποχαιρετούσαν τον τόπο που τους χάρισε τα πιο όμορφα χρόνια τής ζωής τους. Τις έβλεπε να σκύβουν αργά και με ευλάβεια να φυτεύουν μες στις ζεστές στάχτες που άφηνε πίσω του ο Έρεβος, τους σπόρους που θα αναγεννούσαν και πάλι αυτά τα μέρη.»