Περιγραφή
Αν οι πορφυρογέννητοι της Γραικίας θεωρούν βλάχικα τα χωριάτικα ελληνικά των προγόνων τους, και εξ αυτού του γεγονότος προσδίδουν απαξιωτικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο στον όρο βλάχος, όπως και σε ό,τι άξεστο και αγροίκο, ενώ συνάμα χρησιμοποιούν στον λόγο τους φαντασιόπληκτους νεολογισμούς, γεννημένους από το σκωρ και τις αμίδες του μυαλού τους, τότε οφείλουν να γνωρίζουν ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου βλάχος εμπίπτουν αυτοί και μόνον αυτοί και οι τυχόν συνοδοιπόροι τους. Διότι ελληνιστί – αιολιστί Βλάχος -από την εξέλιξη του δωρικού Δράκος- σημαίνει γιγαντόσωμος ορεσίβιος ποιμήν, ήτοι γηγενής Πελασγός, πρωτο-Έλλην, και τέτοιοι ήταν οι ποιητές αυτών Όμηρος και Ησίοδος, που στα έπη τους -μα και στα άλλα έργα τους- αποκαλύπτουν και υμνούν τον ποιμενικό βίο των ομόφυλων τους, την πολεμική δράση τους, το δαιμόνιον του πνεύματός τους. Στα μετέπειτα χρόνια του «εθνικού» μας βίου, οι Βλάχοι είναι οι μόνοι Έλληνες και το αποδεικνύουν πρωταγωνιστώντας στα πράγματα του ελληνισμού, έως την ίδρυση του Νεο-Ελληνικού κράτους, αλλά και μετά. Αυτό αδυνατούν να το καταλάβουν οι Γραικύλοι και οι Γασμούλοι αυτού του τόπου, οι οποίοι παριστάνουν τους Έλληνες, με μόνο στοιχείο απόδειξης του ισχυρισμού την ανεπαρκή γραικογλωσσία τους και τον απύθμενα ανιστόρητο κομπασμό τους.